χαμαίπους

χαμαίπους
χαμαίπους
going on foot
masc nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαμαίπους — ουν, Α (συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζός («χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί πους, ὑψί πους] …   Dictionary of Greek

  • CHAMAEPI — Parochi et Paranymphi, apud Romanos, dicti sunt amici velconsanguinei, quotum duo Sponsam, nocturno tempore, flammeô velatam et carpentô seu pilentô vectam, in domum mariti futuri deducebant ac comitabantur. Thom. Dempster. in Ioh. Rosini Antiqq …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”